εκατόλιτρο(ν)

εκατόλιτρο(ν)
гектолитр, сто литров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκατόλιτρο(ν)" в других словарях:

  • εκατόλιτρο — το 1. μέτρο όγκου που περιέχει εκατό λίτρα 2. όγκος εκατό λίτρων …   Dictionary of Greek

  • εκατόλιτρο — το (φυσ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • υφεκατόλιτρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόλιτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφεκατόλιτρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»